Dictionnaire Rosgovas français-grec grec-français avec ( tous supports)
Application du
ηλεκτρικός en français
ηλεκτρικός
se prononce
ilektri’kos
.
ηλεκτρικός
signifie en français
électrique
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- υποσταθμός / ηλεκτρικός υποσταθμός : poste électrique (Preferred) / sous-station électrique (Preferred)
- τερματικό / πόλος(ηλεκτρικός) : borne / terminal
- αερόθερμο / ηλεκτρικός θερμαντήρας δια μετατροπής της θερμότητας : convecteur / radiateur par convection
- μπαταρία / ηλεκτρικός συσσωρευτής : accu électrique / accumulateur électrique
- πυκνωτής / ηλεκτρικός συμπυκνωτής : candenseur
- ηλεκτρικό όριο / ηλεκτρικός αναστολέας : butée électrique
- διακόπτης ροής / ηλεκτρικός διακόπτης ενεργοποιούμενος από τη ροή : fluxostat
- ηλεκτρική μίζα / ηλεκτρικός εκκινητής : démarrage électrique
- κινητήρας ροπής / ηλεκτρικός μικροκινητήρας στρεπτικής εφαρμογής : moteur couple / moteur couplé
- αγωγός ρεύματος / ηλεκτρικός αγωγός : amenée de courant
S’abonner
0 Commentaires