Dictionnaire Rosgovas français-grec grec-français avec ( tous supports)
Application du
ξέπλυμα en français
ξέπλυμα
se prononce
’kseplima
.
ξέπλυμα
signifie en français
rinçage / blanchiment
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- ξέπλυμα / απόπλυση : rinçage
- προβολή οικολογικού προσωπείου / προβολή ψευδοπράσινης ταυτότητας : éco-blanchiment
- ξέπλυμα νήματος : lavage des filés
- νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες (Preferred) / ξέπλυμα χρήματος : blanchiment d'argent / blanchiment de capitaux
- εκκένωση με ξέπλυμα : évacuation par rinçage
- Κοινή δράση για το ξέπλυμα χρήματος : action commune sur le blanchiment d'argent
- Ομάδα "Χρηματοοικονομικές Υπηρεσίες" (Ξέπλυμα χρημάτων) (Obsolete) : Groupe "Services financiers" (Blanchiment d'argent) (Obsolete)
- Σύμβαση για το ξέπλυμα, την έρευνα, την κατάσχεση και δήμευση των προϊόντων που προέρχονται από εγκληματικές δραστηριότητες : Convention relative au blanchiment, au dépistage, à la saisie et à la confiscation des produits du crime
- Σύμβαση για το ξέπλυμα, την έρευνα, την κατάσχεση και δήμευση των προϊόντων που προέρχονται από εγκληματικές δραστηριότητες και τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας : Convention relative au blanchiment, au dépistage, à la saisie et à la confiscation des produits du crime et au financement du terrorisme
S’abonner
0 Commentaires