Dictionnaire Rosgovas français-grec grec-français avec ( tous supports)
Application du
canaliser en grec
canaliser
se prononce
καναλιζέ
.
canaliser
signifie en grec
διοχετεύω / βάζω σε σειρά
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- stato-fusée / moteur-fusée canalisé : πύραυλος με μετάκαυση καυσαερίων
- émissions canalisées / rejets canalisés : διοχετευόμενες εκπομπές
- aile à débit canalisé : πτέρυγα σε ροή διαύλου
- produit canalisé jusqu'au sol : κατευθυνόμενη λίπανση / άμεση εφαρμογή λιπάσματος
- turboréacteur à soufflante canalisée : στροβιλοκινητήρας αντίδρασης με περιβεβλημένο φυσητήρα
- apport canalisé provenant d'une source non polluée : παροχή με αγωγό από πηγή χωρίς ρύπανση
- vêtement ventilé-pressurizé à échappement contrôlé et canalisé : προστατευτική στολή αεριζόμενη εκ των έσω με ελεγχόμενη διοχέτευση και εξαγωγή του αέρα
- vêtement ventilé-pressurisé à échappement canalisé hors de l'enceinte : στολή αεριζόμενη εκ των έσω με διοχέτευση του αέρα εκτός του προστατευτικού καλύμματος
- le diaphragme canalise le faisceau de rayons pénétrant dans la chambre d'ionisation étalon : Το διάφραγμα περιορίζει το πλάτος της δέσμης ακτίνων Χ που εισέρχεται στον πρότυπο θάλαμο ιονισμού.
S’abonner
0 Commentaires