Εφαρμογή του

αξιωματούχος στα γαλλικά
αξιωματούχος
λέγεται
aksjoma’tuhos
.
αξιωματούχος
σημαίνει στα γαλλικά
dignitaire
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- αξιωματούχος : membre du bureau
- Αξιωματούχος : Officier
- OSE / αξιωματικός σχεδιασμού ασκήσεως' αξιωματούχος υπεύθυνος για το σχεδιασμό ασκήσεως : OSE / officier chargé de la mise sur pied de l'exercice
- OCE / αξιωματικός διεξαγωγής ασκήσεων' αξιωματούχος υπεύθυνος για τη διεξαγωγή ασκήσεων : OCE / officier directeur de l'exercice
- πολιτικός αξιωματούχος : dignitaire politique
- εκλεγμένος αξιωματούχος : élu
- διορισμένος αξιωματούχος : agent public nommé
- κυβερνητικός αξιωματούχος : fonctionnaire gouvernemental
- αξιωματούχος-σύνδεσμος επιστροφής : officier de liaison «retour»
- αξιωματικός σύνδεσμος μετανάστευσης / Ευρωπαίος αξιωματούχος σύνδεσμος μετανάστευσης : officier de liaison "Migration" européen
Subscribe
0 Comments