Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με

αξιόπιστος στα γαλλικά
αξιόπιστος
λέγεται
aksi’opistos
.
αξιόπιστος
σημαίνει στα γαλλικά
crédible / digne de foi
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- αξιόπιστος : fiable
- υψηλής αξιοπιστίας / εξαιρετικά αξιόπιστος : de haute fiabilité
- αξιόπιστος δείκτης : indicateur de confiance
Subscribe
0 Comments


