Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με

αποτρέπω στα γαλλικά
αποτρέπω
λέγεται
apo’trepo
.
αποτρέπω
σημαίνει στα γαλλικά
dissuader / éviter
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- αποτρέπω χρήση του σήματος : prévenir un usage de la marque
Subscribe
0 Comments


