Εφαρμογή του

αυλή στα γαλλικά
αυλή
λέγεται
av’li
.
αυλή
σημαίνει στα γαλλικά
cour
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- άυλη μορφή : forme dématérialisée
- πίσω αυλή : arrière-cour
- άϋλη επένδυση / επένδυση σε άϋλα περιουσιακά στοιχεία : investissement immatériel
- αυλή αναμονής / χώρος συγκέντρωσης : cour d'attente
- αυλή αγροικίας / αυλή αγροκτήματος : cour de ferme
- άυλη ιδιοκτησία : biens immatériels / biens incorporels
- αυλή αποθήκευσης : parc / dépôt
- άυλη αναταχυδρόμηση : repostage incorporel
- αυλή για χοιρομητέρες : courette pour truies / parcours pour truies
- άυλη μεταφορά λογισμικού : transfert intangible de logiciels
Subscribe
0 Comments