Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με

βρέχω στα γαλλικά
βρέχω
λέγεται
’vreho
.
βρέχω
σημαίνει στα γαλλικά
mouiller / arroser / βρέχει il pleut
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- βρέχω / υγραίνω : mouiller
- βρέχω τα πόδια : tremper
Subscribe
0 Comments


