Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με

γενικός στα γαλλικά
γενικός
λέγεται
jeni’kos
.
γενικός
σημαίνει στα γαλλικά
général
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- γενικός / ιδιοσυστατικός : constitutionnel
- DDG/COS : DDG/COS
- ΓΔΣΕΕΕ / Γενικός Διευθυντής του Στρατιωτικού Επιτελείου : DGEMUE / directeur général de l'État-major de l'Union européenne
- ΓΓ/ΥΕ : SG/HR
- ΓΜΟ / μέσος : moyenne générale
- UNDSG / Αναπληρωτής Γενικός Γραμματέας των Ηνωμένων Εθνών : Vice-Secrétaire général des Nations unies
- ΓΓΗΕ / Γενικός Γραμματέας των Ηνωμένων Εθνών : SGNU / Secrétaire général des Nations unies
- παραλυτικός / γενικός παραλυτικός : paralytique / paralytique général
- ΓΚΑΚ / γενικός κανόνας κατά της φοροαποφυγής : clause anti-abus générale
- γενικός όρος : clause générale
Subscribe
0 Comments


