Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με

διάβρωση στα γαλλικά
διάβρωση
λέγεται
’dhjavrosi
.
διάβρωση
σημαίνει στα γαλλικά
érosion / corrosion
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- διάβρωση : corrosif
- διάβρωση : érosion
- διάβρωση / απολύμανση από ραδιενέργεια : décontamination
- διάβρωση : corrosion
- διάβρωση / υποβάθμιση : dégradation
- διάβρωση : altération
- διάβρωση / χαράδρωση : ravinement / érosion en ravins
- απόξεση / διάβρωση : abrasion
- διάβρωση / υποσκαφή : affouillement
- διάβρωση : érosion / arrosion
Subscribe
0 Comments


