Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με

διαθήκη στα γαλλικά
διαθήκη
λέγεται
dhja’thiki
.
διαθήκη
σημαίνει στα γαλλικά
testament
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- διαθήκη : testament / acte de dernière volonté
- διαθήκη ζωής / βούληση περίθαλψης εν αδυναμία : testament de vie / directives anticipées
- αμοιβαία διαθήκη : testament réciproque
- Πράσινη βίβλος - Κληρονοµική διαδοχή και διαθήκη : Livre vert - Successions et testaments
- διαθήκη σύμφωνα με την οποία ορίστηκε καταπίστευμα : testament qui a institué un fidéicommis
Subscribe
0 Comments


