Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με

διεισδύω στα γαλλικά
διεισδύω
λέγεται
dhiiz’dhio
.
διεισδύω
σημαίνει στα γαλλικά
pénétrer / s’infiltrer
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- διεισδύω : infiltrer
- διεισδύω / διηθούμαι : s'infiltrer
Subscribe
0 Comments


