Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με

εκκενώνω στα γαλλικά
εκκενώνω
λέγεται
eke’nono
.
εκκενώνω
σημαίνει στα γαλλικά
évacuer
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- εκκενώνω / συλλέγω τα ψάρια μιας λεκάνης εκτροφής : vidanger / capturer tous les poissons d'un étang
- αποβάλλω / εκκενώνω : décharger
- απάγω / εκκενώνω : évacuer / dissiper
- εκκένωση / εκκενώνω : vidange
- εκκενώνω έγγραφο / εκκενώνω τεκμήριο : vider un document
- εκκενώνω γλωσσάριο / διαγράφω το περιεχόμενο του γλωσσαρίου : vider un glossaire
- εκκενώνω αρχείο μεταβλητών : vider un fichier de variables
Subscribe
0 Comments


