Εφαρμογή του

καθάρισμα στα γαλλικά
καθάρισμα
λέγεται
ka’tharizma
.
καθάρισμα
σημαίνει στα γαλλικά
nettoyage
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- καθάρισμα : enregistrement net
- τρόχισμα / καθάρισμα : débridage
- καθάρισμα : balayage
- καθάρισμα : aleser
- καθάρισμα / σκούπισμα : balayure
- καθάρισμα : purge
- εκθάμνωση / καθάρισμα εδάφους : défrichage / défrichement
- αποσκωρίωση / αφαίρεση της σκουριάς : dérouillage
- τσουγκράνισμα / καθάρισμα με δίκρανο : râtelage / ratissage
- ξέσμα / βούρτσα από ψάθα για καθάρισμα του χαρτζιού : balayage de la carde
Subscribe
0 Comments