Εφαρμογή του

κανείς στα γαλλικά
κανείς
λέγεται
ka’nis
.
κανείς
σημαίνει στα γαλλικά
personne / aucun
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- δρομομανία / δραπετομανία : manie du vagabondage
- ενόσω αλιεύει κανείς : au cours d'une activité de pêche
- φοβία να μένει κανείς μόνος : crainte de l'isolement
- ικανότης να κάνεις κοινωνικές επαφές : capacité de contact
- ανώμαλος ικανότης να αναγνωρίζει κανείς τα αντικείμενα διά της αφής : dyssymbolie
- αίσθημα κατά το οποίο νομίζει κανείς ότι έχει ακούσει ή αντιληφθεί κάτι προηγούμενα : sentiment du déjà-vu
- τα στοιχεία του ενεργητικού που έχει κανείς στην κατοχή του έναντι των κυκλοφορούντων τραπεζογραμματίων : actifs détenus en contrepartie des billets en circulation
Subscribe
0 Comments