Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με

καραμέλα στα γαλλικά
καραμέλα
λέγεται
kara’mela
.
καραμέλα
σημαίνει στα γαλλικά
bonbon
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- ιατρική καραμέλα : bonbon médicinal
- χρωστική καραμέλα : E 150 / caramel colorant
Subscribe
0 Comments


