Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με

κερδοσκόπος στα γαλλικά
κερδοσκόπος
λέγεται
kerdho’skopos
.
κερδοσκόπος
σημαίνει στα γαλλικά
spéculateur
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- υποτιμητής / κερδοσκόπος : baissier / spéculateur à la baisse
- αγοραστής τίτλων επί προθεσμία / κερδοσκόπος αγοραστής τίτλων επί προθεσμία : reporté
- κερδοσκόπος που προβλέπει άνοδο τιμών / πωλητής χρεογράφων που προβλέπει άνοδο τιμών : haussier / spéculateur à la hausse
Subscribe
0 Comments


