Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με

μέρος στα γαλλικά
μέρος
λέγεται
’meros
.
μέρος
σημαίνει στα γαλλικά
part / côté / partie / endroit / coin
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- μέρος : partie / État partie
- μέρος : partie / découpe
- μέρος : partie
- μέρος / τμήμα : partie
- μέρος : quote-part
- οροφή / ανώτερο μέρος φυτικού καλύμματος : canopée / couvert forestier
- Σ3/14 : S314 / S3-14
- BSSAP / μέρος εφαρμογής BSS : couche BSSAP
- σάρκα / πολτός : pulpe / pulpe de fruit
- τρίτος / τρίτο μέρος : tiers / partie tierce
Subscribe
0 Comments


