Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με

μήκος στα γαλλικά
μήκος
λέγεται
’mikos
.
μήκος
σημαίνει στα γαλλικά
longueur / long
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- μήκος / γεωγραφικό μήκος : longitude
- μήκος : longueur
- l / μήκος : l / longueur
- σειρά / κατά μήκος σειρά : rangée
- κλίση κατά μήκος / κλίση : déclivité / pente
- LJFL / μήκος από την κάτω σιαγόνα μέχρι τη διχάλα της ουράς : longueur de la mandibule à la fourche
- TORA / διαθέσιμο για απογείωση μήκος διαδρόμου : TORA / longueur de roulement au décollage utilisable
- ΜΜΚ / μέσο μήκος καύσης : LMC / longueur moyenne de combustion
Subscribe
0 Comments


