Εφαρμογή του

μουσκεύω στα γαλλικά
μουσκεύω
λέγεται
mus’kevo
.
μουσκεύω
σημαίνει στα γαλλικά
tremper
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- διαβρέχω / εμποτίζω : tremper
- μουσκεύω : humidifier
- μουσκεύω : rouir
- βρέχω / υγραίνω : mouiller
- μουσκεύω σε νερό : macérer dans l'eau
Subscribe
0 Comments