Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με

ναύτης στα γαλλικά
ναύτης
λέγεται
’naftis
.
ναύτης
σημαίνει στα γαλλικά
matelot
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- ναύτης : matelot
- ναύτης ρυμουλκού : matelot(B) / marin de remorqueur
- ναύτης πυροβολητής : canonnier
- ναύτης μηχανοστασίου : matelot des salles de machines et des chaufferies
- ναύτης καταστρώματος : matelot de pont
- ναύτης καταστρώματος : apprenti marin / matelot de pont
- ναύτης εσωτερικών υδάτων : marinier / matelot(B)
- κατώτερος ναυτικός' ναύτης : hommes de rang / marins et quartiers-maîtres
- διπλωματούχος ναύτης καταστρώματος : matelot patenté
Subscribe
0 Comments


