Εφαρμογή του

οδηγώ στα γαλλικά
οδηγώ
λέγεται
odhi’yo
.
οδηγώ
σημαίνει στα γαλλικά
conduire
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- οδηγώ / πλοηγώ : piloter
- οδηγώ : générer
- οδηγώ λέιζερ / διεγείρω λέιζερ : piloter un laser
- επιφέρω λείανση / οδηγώ σε λείανση : effet de polissage
- οδηγώ διέλευση συρματοσχοίνων : cheminer
- οδηγώ μια αμαξοστοιχία στο σταθμό : amener une rame en gare
- οδηγώ στις σταθερές συνθήκες λειτουργίας : mettre en régime stabilisé
- οδηγώ το ψυκτικό μέσο μέσα από τον αντιδραστήρα : faire circuler le réfrigérant à travers le réacteur
- 1)οδηγώ σε λείανση;2)επιφέρω λείανση;πρόκληση λείανσης : effet de polissage
Subscribe
0 Comments