Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με

σιδερώνω στα γαλλικά
σιδερώνω
λέγεται
sidhe’rono
.
σιδερώνω
σημαίνει στα γαλλικά
repasser
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- σιδερώνω το φόντι : maillocher
Subscribe
0 Comments
Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με
