Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με

σπίρτο στα γαλλικά
σπίρτο
λέγεται
’spirto
.
σπίρτο
σημαίνει στα γαλλικά
allumette
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- σπίρτο : allumette
- πνεύμα / σπίρτο : esprit
- υδροχλωρικό οξύ / σπίρτο του άλατος : E507 / acide muriatique
- σπίρτο ασφαλείας : allumette de sûreté
- βεγγαλικό σπίρτο : allumette-bengale
Subscribe
0 Comments


