Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με

στριμμένος στα γαλλικά
στριμμένος
λέγεται
stri’menos
.
στριμμένος
σημαίνει στα γαλλικά
tordu
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- στριμμένος καπνός : tabac filé
Subscribe
0 Comments


