Εφαρμογή του

συμψηφίζω στα γαλλικά
συμψηφίζω
λέγεται
sibsi’fizo
.
συμψηφίζω
σημαίνει στα γαλλικά
rajouter
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- συμψηφίζω : compenser
- συμψηφίζω τις θέσεις : compenser ses positions
- συμψηφίζω τη δικαστική δαπάνη : compenser les dépens
- συμψηφίζω τα έξοδα ολικώς ή μερικώς : compenser les dépens en totalité ou en partie
- συμψηφίζω τις διαφορές συναλλάγματος : compenser les différences de change
- συμψηφίζω ολικώς ή μερικώς τη δικαστική δαπάνη : compenser en totalité ou en partie les dépens
- συμψηφίζω τις (ή συμψηφίζονται οι) διαφορές συναλλάγματος : compenser les différences de change
- συμψηφίζω τη δικαστική δαπάνη εφόσον αυτό υπαγορεύει η επιείκεια : compenser les dépens dans la mesure où l'équité l'exige
Subscribe
0 Comments