Εφαρμογή του

τοίχος στα γαλλικά
τοίχος
λέγεται
’tihos
.
τοίχος
σημαίνει στα γαλλικά
mur
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- τοίχος / τοίχωμα : mur
- τοίχος : mur
- κλείδες / εγκάρσιος τοίχος : éperons
- τοίχωμα / εσωτερικός τοίχος : paroi / mur intérieur
- χώρισμα / διαχωριστικός τοίχος : cloison de séparation
- Πυρίμαχα / τοίχος από μάσκες : calage
- διάφραγμα / διαφραγματικός τοίχος : écran interne d'étanchéité
- ορθοστάτης / τοίχος ποδός : piédroit
- φέρων τοίχος / τοίχος φέρων φορτίο : mur porteur
- τοίχος φυγής / τοίχος της κατάντη κεφαλής : mur de fuite / bajoyer de la tête aval
Subscribe
0 Comments