Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με

τριμμένος στα γαλλικά
τριμμένος
λέγεται
tri’menos
.
τριμμένος
σημαίνει στα γαλλικά
râpé
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- σκόνη χαλαζία / τριμμένος χαλαζίας : quartz broyé / farine de quartz
- τριμμένος καπνός : tabac râpé
- τριμμένος φελλός : liège broyé
Subscribe
0 Comments


