Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με

όπλο στα γαλλικά
όπλο
λέγεται
’oplo
.
όπλο
σημαίνει στα γαλλικά
arme
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- ΟΜΚ / όπλο μαζικής καταστροφής : ADM / arme de destruction massive
- όπλο : arme
- όπλο : armement
- BW / ΒΧΟ : AB / GB
- DEW / όπλο κατευθυνόμενης ενέργειας : arme à énergie dirigée / AED
- αραβίδα / μουσκέτο : mousqueton
- πολυβόλο / αυτόματο όπλο : mitrailleuse
- όπλο ΕΜΠ / ηλεκτρομαγνητικός παλμός : IEM / impulsion électromagnétique
- φορητό όπλο : arme de petit calibre
- βαρύ όπλο : arme à feu lourde
Subscribe
0 Comments


