Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με

άνθρωπος στα γαλλικά
άνθρωπος
λέγεται
’anthropos
.
άνθρωπος
σημαίνει στα γαλλικά
homme / humain / gens
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- άνθρωπος : homme
- επαγγελματίας / άνθρωπος του επαγγέλματος : femme de métier / homme de métier
- επαγγελματίας / άνθρωπος του επαγγέλματος : homme du métier
- έμφρων άνθρωπος : homme sage
- άνθρωπος-πρότυπο : homme-type
- τριχωτός άνθρωπος / δασύτριχος άνθρωπος : personne atteinte d'hypertrichose
- "αλάτινος άνθρωπος" / προσομοίωμα ανθρώπου : homme salé / homme simulé
- άνθρωπος καλής φήμης / άνθρωπος ευφήμως γνωστός : homme de bonne réputation
- άνθρωπος με ανοσιακή επάρκεια / άνθρωπος με ανοσολογική επάρκεια : personne immunocompétente
Subscribe
0 Comments


