Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με

έκπληκτος στα γαλλικά
έκπληκτος
λέγεται
’ekpliktos
.
έκπληκτος
σημαίνει στα γαλλικά
surpris / stupéfait
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
Subscribe
0 Comments
Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με
