Εφαρμογή του

έκρηξη στα γαλλικά
έκρηξη
λέγεται
’ekriksi
.
έκρηξη
σημαίνει στα γαλλικά
explosion
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- έκρηξη : éruption
- έκρηξη : explosion
- έκρηξη / εκτόνωση : explosion
- έκρηξη / εξόρυξη : coup de mine
- έκρηξη / σκάσιμο : éclatement
- έκρηξη / σκάσιμο : éclatement
- έκρηξη : implosion
- κοτσάνι / υπόλοιπο διατρήματος φέρον ποσότητα εκρηκτικής ύλης μετά από έκρηξη : culot d'explosif
- μπούμ / οικονομική έκρηξη : boum / forte conjoncture
Subscribe
0 Comments