Εφαρμογή του

έλατο στα γαλλικά
έλατο
λέγεται
’elato
.
έλατο
σημαίνει στα γαλλικά
sapin
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- έλατο / ξύλο ελάτου : sapin / bois de sapin
- έλατο : sapin
- πλάκα / έλασμα : tôle laminée
- ελατή δοκός / δοκός από ελατό χάλυβα : poutre laminée
- ελατό υλικό / όλκιμο υλικό : matériau ductile
- ελατό σίδερο / ελασμένος χάλυβας : fer laminé
- ελατό μέταλλο : métal malléable
- ελατό τεμάχιο : pièce laminée
- κωνοφόρο έλατο : sapin hemlock
Subscribe
0 Comments