Εφαρμογή του

έμπειρος στα γαλλικά
έμπειρος
λέγεται
’ebiros
.
έμπειρος
σημαίνει στα γαλλικά
expérimenté / expert
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- έμπειρος / πεπειραμένος : chevronné
- έμπειρος : confirmé
- έμπειρος ερευνητής : chercheur confirmé
- πολεοδόμος έμπειρος στα ηλιακά συστήματα : urbaniste expert en solaire
Subscribe
0 Comments