Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με

αίρω στα γαλλικά
αίρω
λέγεται
’ero
.
αίρω
σημαίνει στα γαλλικά
lever
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- αίρω / ανυψώ : virer / embarquer le mou
- εκσφαλματώνω / αίρω σφάλματα : déboguer / mettre au point un programme
- αίρω την ασυλία : lever l'immunité
- παραιτούμαι της ετεροδικίας / αίρω την ασυλία : lever l'immunité
- αίρω την προστασία : déprotéger
- αίρω την ετεροδικία : lever l'immunité de juridiction
- αίρω τους αποκλεισμούς : mettre fin aux mesures d'isolement
- αίρω την υποχρέωση θεώρησης : lever l'obligation de visa
- αίρω, ακυρώνω, καταργώ μέτρο : rapporter des mesures
Subscribe
0 Comments


