Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με

αγκιστρώνω στα γαλλικά
αγκιστρώνω
λέγεται
agis’trono
.
αγκιστρώνω
σημαίνει στα γαλλικά
accrocher
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- αγκιστρώνω : accrocher
- αγκιστρώνω κλίμακα : accrocher l'échelle / encliqueter l'échelle
Subscribe
0 Comments


