Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με

αδίκημα στα γαλλικά
αδίκημα
λέγεται
a’dhikima
.
αδίκημα
σημαίνει στα γαλλικά
délit
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- αδίκημα : infraction
- αδίκημα / αξιόποινη πράξη : délit
- αδίκημα / αδικοπραξία : délit
- αδίκημα / πταίσμα : délit
- κύριο αδίκημα : infraction d'origine / infraction principale
- ποινικό αδίκημα : infraction pénale
- πολιτικό αδίκημα : infraction politique
- διαπράττω αδίκημα : constituer un délit
- φορολογικό αδίκημα : délit fiscal / infraction fiscale
- φορολογικό αδίκημα : infraction fiscale
Subscribe
0 Comments


