Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με

αεροσκάφος στα γαλλικά
αεροσκάφος
λέγεται
aero’skafos
.
αεροσκάφος
σημαίνει στα γαλλικά
aéronef / appareil
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- αεροσκάφος : ACFT / aéronef
- στροφόπτερο / στροφειόπτερο αεροσκάφος : giravion / aéronef à voilure tournante
- καταδιωκτικό / αεροσκάφος δίωξης : chasseur
- πιλοτάρω / χειρίζομαι αεροσκάφος : piloter
- UAV / δρόνος : UAV / drone
- αεροσκάφος ΚΑΠ / αεροπλάνο κατακόρυφης προσγείωσης και απογείωσης : ADAV / avion à décollage et atterissage vertical
- αεροσκάφος ΒΑΠ / αεροσκάφος βραχείας προσγείωσης : ADAC / avion à décollage et atterrissage court
- αεροσκάφος IFR / αεροσκάφος για πτήσεις με όργανα : aéronef IFR
- αεροσκάφος ξηράς : avion terrestre
- UCAV / μη επανδρωμένο μαχητικό αεροσκάφος : UCAV / drone de combat
Subscribe
0 Comments


