Εφαρμογή του

αερόστατο στα γαλλικά
αερόστατο
λέγεται
ae’rostato
.
αερόστατο
σημαίνει στα γαλλικά
montgolfière
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- αερόστατο : ballon
- αερόστατο : ballon / aérostat
- αερόστατο : aérostat / appareil de navigation aérienne plus léger que l'air
- μπαλλούτ / αερόστατο-αλεξίπτωτο : ballon-parachute
- βόλιση / βολιδοσκόπηση με δέσμιο αερόστατο : sondage par ballon captif
- πλοηγαερόστατο / αερόστατο πιλότος : ballon-pilote
- βολιδαερόστατο / μπαλόνι ηχοβόλησης : ballon-sonde
- μικρό αερόστατο : ballonnet
- δέσμιο αερόστατο : ballon captif
- πυραυλο-αερόστατο : fusée-ballon / roquette sous ballon
Subscribe
0 Comments