Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με

ακουστικό στα γαλλικά
ακουστικό
λέγεται
akusti’ko
.
ακουστικό
σημαίνει στα γαλλικά
écouteur
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- δέκτης / ακουστικό : récepteur / récepteur téléphonique
- ακουστικό : écouteur
- ακουστικό : récepteur téléphonique
- ακουστικό : pavillon
- ακουστικό / ακουστικό χειροσυσκευής : pavillon / pavillon de récepteur
- ακουστικά / σύστημα κεφαλής : casque / casque radio
- φίμωση / σιγασμός : silencieux / réglage silencieux
- ωτόφωνο / εσωτερικό ακουστικό : écouteur interne / embout avec écouteur
- κλάξον / ακουστικό προειδοποιητικό σύστημα : klaxon / signal acoustique
Subscribe
0 Comments


