Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με

ακτή στα γαλλικά
ακτή
λέγεται
ak’ti
.
ακτή
σημαίνει στα γαλλικά
côte
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- ακτή : côte
- ακτή : accore
- στην ακτή / στη στεριά : à terre
- παραλία/ακτή : plage
- απότομη ακτή / απόκρημνη ακτή : côte abrupte
- ανοικτή ακτή : côte foraine / côte ouverte
- αμμώδης ακτή : côte sableuse
- απόγεια αύρα / άνεμος από την ακτή : vent de terre / vent venant de la rive
- Θαλάσσια ακτή : littoral maritime
Subscribe
0 Comments


