Εφαρμογή του

αλέθω στα γαλλικά
αλέθω
λέγεται
a’letho
.
αλέθω
σημαίνει στα γαλλικά
moudre
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- αλέθω : broyer
- αλέθω / τρίβω : meuler
- αλέθω : moudre
- αλέθω άμμο : frotter un sable
- αλέθω μέχρι ολικής άλεσης / αλέθω μέχρι πλήρους λειοτριβήσεως : broyer à mort
Subscribe
0 Comments