Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με

αμείβω στα γαλλικά
αμείβω
λέγεται
a’mivo
.
αμείβω
σημαίνει στα γαλλικά
rémunérer
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- αμείβω τους πόρους από ληφθέντα δάνεια : rémunérer les ressources empruntées
Subscribe
0 Comments


