Εφαρμογή του

ανακοπή στα γαλλικά
ανακοπή
λέγεται
anako’pi
.
ανακοπή
σημαίνει στα γαλλικά
arrêt
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- ένσταση / ανακοπή : opposition
- ανακοπή : opposition
- ασκώ ανακοπή : former opposition
- ανακοπή της σκέψης / εμπλοκή της σκέψης : barrage de la pensée
- πτωχευτική ανακοπή : inopposabilité
- ανακοπή ερημοδικίας : opposition
- αναπνευστική ανακοπή : arrêt respiratoire
- απορρίπτω την ανακοπή : rejeter l'opposition
- επίσχεση,παύλα,ανακοπή : stase
- απόφαση υποκείμενη σε ανακοπή : arrêt susceptible d'opposition
Subscribe
0 Comments