Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με

ανανεώνω στα γαλλικά
ανανεώνω
λέγεται
anane’ono
.
ανανεώνω
σημαίνει στα γαλλικά
renouveler
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- ανανεώνω / συμπληρώνω : rassortir
- ανανεώνω οίνο : rafraichir / rajeunir(un vin)
- ανανεώνω συνδρομή : renouveler un abonnement
- ανανεώνω δανεισμό : renouveler un prêt
- ανανεώνω βυθοδιαίρεση / ανανεώνω κλίμακα βυθίσματος : renouveler l'échelle de jauge
- Ανανεώνω κόβω δένδρο προς ανανέωση : recéper
Subscribe
0 Comments


