Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με

ανατρέπω στα γαλλικά
ανατρέπω
λέγεται
ana’trepo
.
ανατρέπω
σημαίνει στα γαλλικά
renverser / basculer / détruire
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- ανατρέπω : bouleverser
- ανατρέπω τεκμήριο : renverser une présomption
Subscribe
0 Comments


