Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με

αντίτυπο στα γαλλικά
αντίτυπο
λέγεται
a’ditipo
.
αντίτυπο
σημαίνει στα γαλλικά
exemplaire
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- αντίτυπο : original
- αντίτυπο : duplicata
- αντίτυπο / διπλότυπο : double
- μήτρα / χύσιμο : moulage
- κακέκτυπο / ελαττωματικό έργο : ouvrage défectueux
- λιθογραφία / λιθογραφική μέθοδος : lithographie
- προεκτύπωμα / αντίτυπο που δίνεται πριν από τη δημοσίευση : tirage préliminaire / publication préliminaire
- μήτρα / κύριο αντίτυπο : matrice
- πρώτη δοκιμή / πρώτο αντίτυπο χαλκογραφίας : premier état
- δικαιολογητικό / κατατεθειμένο αντίτυπο : justificatif
Subscribe
0 Comments


