Εφαρμογή του

αντλώ στα γαλλικά
αντλώ
λέγεται
a’dlo
.
αντλώ
σημαίνει στα γαλλικά
pomper / puiser
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- αντλώ / αποσπώ : soutirer
- αντλία 2.αντλώ : pompe
- αντλώ ιδιωτικά κεφάλαια : mobiliser du capital privé
- αντλώ πόρους υπό συμφέροντες όρους / αντλώ πόρους με καλή σχέση κόστους-απόδοσης : lever des ressources à des conditions avantageuses / se procurer des ressources à des conditions avantageuses
- αντλώ πόρους με το χαμηλότερο δυνατό κόστος : collecter des fonds à moindre coût
Subscribe
0 Comments