Rosgovas App logo

Δοκιμάστε την Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με προφορά γαλλική προφορά / ελληνική προφορά, για γαλλική μετάφραση ή ελληνική μετάφραση (υποστηρίζεται από όλα τα μέσα) (διαθέσιμο για όλους τους τύπους υποστήριξης). Ιδανικό για να μιλήσετε γαλλικά καθ' όλη τη διάρκεια του ταξιδιού σας στη Γαλλία !

ασφαλισμένος στα γαλλικά

ΜΙΝΙ λεξικό Ροσγοβάς γαλλοελληνικό και ελληνογαλλικό
ασφαλισμένος
λέγεται
asfali’zmenos
.
ασφαλισμένος
σημαίνει στα γαλλικά
assuré
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés

  • ασφαλισμένος : assuré
  • ασφαλισμένος : affilié aux assurances sociales
  • ασφαλισμένος / πρόσωπο υπαγόμενο σε φορέα κοινωνικής ασφάλισης : personne affiliée à une institution d'assurance
  • ασφαλισμένος : assuré social
  • ασφαλισμένος : affilié
  • δάνειο ενυπόθηκο / δάνειο έναντι ενεχύρου : compte courant débiteur gagé
  • ασφαλισμένος άνεργος : allocataire sans emploi
  • ασφαλισμένος ασθενής : patient assure
  • ο αρχικά ασφαλισμένος : assuré à l'origine

Το ΜΕΓΑ γαλλοελληνικό και ελληνογαλλικό λεξικό σε δύο τόμους Ροσγοβάς :

ΓΑΛΛΟΕΛΛΗΝΙΚΟ και ΕΛΛΗΝΟΓΑΛΛΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ Ροσγοβάς

Subscribe
Notify of
guest

0 Comments
Inline Feedbacks
View all comments