Εφαρμογή του

ατμοσφαιρικός στα γαλλικά
ατμοσφαιρικός
λέγεται
atmosferi’kos
.
ατμοσφαιρικός
σημαίνει στα γαλλικά
atmosphérique
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- ρύπος αέρα / αέριος ρύπος : polluant de l'air / polluant atmosphérique
- έξω-ατμοσφαιρικός : extra-atmosphérique
- ατμοσφαιρικός αέρας : air ambiant
- ατμοσφαιρικός θόρυβος : bruit atmosphérique
- ατμοσφαιρικός πυρήνας : noyau atmosphérique
- ατμοσφαιρικός ιονισμός : ionisation atmosphérique
- ατμοσφαιρικός κινητήρας / κινητήρας φυσικής αναπνοής : moteur atmosphérique / moteur à aspiration naturelle
- ατμοσφαιρικός ιχνηλάτης : traceur atmosphérique
- ατμοσφαιρικός καυστήρας / καυστήρας φυσικού ελκυσμού : brûleur atmosphérique
- ατμοσφαιρικός αισθητήρας : sondeur atmosphérique
Subscribe
0 Comments